χωστρίς

χωστρίς
χωστρίς
filling up the ditch of a town
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χωστρίς — ίδος, ἡ, ΜΑ (κυρίως σε συνεκφορά με τη λ. χελώνη) είδος παραπήγματος κατάλληλου για την προστασία πολιορκητών, όταν αυτοί επιχειρούσαν επιχωμάτωση τάφρου εχθρικού οχυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώννυμι + επίθημα τρίς (πρβλ. ζωσ τρίς)] …   Dictionary of Greek

  • χωστρίδα — χωστρίς filling up the ditch of a town fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωστρίδας — χωστρίς filling up the ditch of a town fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωστρίδες — χωστρίς filling up the ditch of a town fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωστρίδος — χωστρίς filling up the ditch of a town fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωστρίδων — χωστρίς filling up the ditch of a town fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωστρίσι — χωστρίς filling up the ditch of a town fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελώνα — η / χελώνη, ΝΜΑ, και χελύνη και αιολ. τ. χελύννα και χέλυννα Α 1. οστρακοφόρο βραδύκίνητο ερπετό (α. «πηγαίνει σαν χελώνα» β. «ὀρεσκῴοιο χελώνης», Υμν. Ερμ. γ. «αἱ θαλάττιαι χελῶναι καὶ αἱ χερσαῑαι», Αριστοτ.) 2. το όστρακο τού ζώου αυτού 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”